Δημοσιεύουμε σήμερα ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο περί ιστολογίων, που προέρχεται από επιστημονική ανακοίνωση του συντάκτη μας Γεωργίου Περαντωνάκη και περιμένουμε με εύλογο ενδιαφέρον τις αντιδράσεις σας
Ιστολόγια (blogs) ή η επανάσταση του αναγνώστη
(Περίληψη ανακοίνωσης στην 4η Συνάντηση Εργασίας Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τμήματος Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα 1-3 Ιουνίου 2007)
Τα βιβλιόφιλα ιστολόγια αποτελούν καταγραφές αναγνωστικών εμπειριών, είτε ως μικρές ή μεγάλες παρουσιάσεις και κριτικές βιβλίων, είτε ως καταθέσεις σχολίων και προτάσεων γύρω από τη λογοτεχνία. Αν εξαιρέσουμε τα μπλογκ των ίδιων των συγγραφέων, τα βιβλιόφιλα ιστολόγια είναι ψευδώνυμα, μια κρυπτωνυμία που αφήνει περιθώρια στην ελεύθερη επιχειρηματολογία και στην ακώλυτη κριτική των τεκταινομένων στον χώρο της λογοτεχνίας.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναχθεί ο αποδέκτης του λογοτεχνικού κειμένου σε βασικό παράγοντα απόδοσης ερμηνείας. Με τα ιστολόγια, ο ρόλος αυτός γίνεται πιο απτός. Ο αναγνώστης παύει να είναι απλώς ο παθητικός δέκτης όχι μόνο των μυθοπλασιών αλλά και των κριτικών, που δημοσιεύονται σε εφημερίδες και ειδικά περιοδικά. Κι αυτό γιατί, ενώ ο συγγραφέας έχει φωνή μέσω του έργου του και ο κριτικός μέσω των βιβλιοκρισιών του, ο μέσος αναγνώστης αδυνατούσε να βρει τρόπο να δηλώσει τις προτιμήσεις ή τις απαρέσκειές του.
Τώρα πλέον μέσω των ιστολογίων εμφανίζεται ένα νέο είδος αναγνώστη, ο “φωνήεις” αναγνώστης, ο οποίος εκφράζεται και αποκτά συνείδηση της δύναμής του. Μέσω του blog του μπορεί να καταγράφει τις αναγνωστικές του εμπειρίες και να δημοσιεύει πλέον ευρύτερα τη γνώμη του για τα βιβλία της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής, που διάβασε. Το ημερολόγιό του πια δεν μένει κρυφό στο συρτάρι του, αλλά κοινοποιείται, με αποτέλεσμα να εκθέτει τις απόψεις του και να μοιράζεται με άλλους τα αναγνωστικά του βιώματα. Ένα τέτοιο δημοσιευμένο ημερολόγιο γίνεται μέσο έκφρασης και απελευθέρωσης της δυνατότητας να διατυπώσει σε ένα μικρό ή μεγαλύτερο κοινό την αναγνωστική του στάση.
Τα ιστολόγια που απαντούν το ένα στο άλλο, αλλά και οι σχολιαστές τους, που καταγράφουν αυτόματα την αντίδρασή τους, πυροδοτούν μία ή πολλές παράλληλες και συχνά αλληλοδιαπλεκόμενες συζητήσεις. Ο διάλογος, ο οποίος παλαιότερα περιοριζόταν μόνο μεταξύ των βιβλιοκριτικών τώρα διευρύνεται και περικλείει εν δυνάμει όλους τους αναγνώστες. Κάθε κάτοχος ιστολογίου γίνεται καταρχάς ο πομπός ενός συγκεκριμένου μηνύματος, το οποίο ακούγεται δημοσίως και προκαλεί αντιδράσεις από άλλους ιστολόγους ή απλούς διαδικτυακούς αναγνώστες. Οι συζητήσεις μεταξύ φίλων γύρω από τη λογοτεχνία παίρνουν τη μορφή δικτύου (κοινότητας / community), που περιλαμβάνει επώνυμους και ανώνυμους, τους ίδιους τους συγγραφείς και τους κριτικούς, αλλά και τον μέσο αναγνώστη, ο οποίος αποκτά βήμα, για να θέσει επί τάπητος τις απόψεις του και να ακούσει τις αντιρρήσεις μιας ευρύτερης από τον στενό κύκλο ομάδας.
Ακόμη περισσότερο ο αποδέκτης της λογοτεχνίας μετατρέπεται σε ενεργό και δραστήριο κριτικό, που καταθέτει την αναγνωστική του αντίδραση για συγκεκριμένα βιβλία της τρέχουσας παραγωγής. Οι συνειδητοί και τακτικοί μπλόγκερ διευθύνουν τα ιστολόγιά τους σαν λογοτεχνικά περιοδικά, όπου βιβλιοπαρουσιάζονται μυθιστορήματα και διηγήματα, κρίνονται οι συγγραφικές τους αρετές –άλλοτε υποκειμενικά κι άλλοτε με διάθεση επιχειρηματολογίας και αποδείξεων-, συγκρίνονται με άλλα παλαιότερα ή σύγχρονα έργα και πολλές φορές βαθμολογούνται. Έτσι, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να αναδειχθεί ένα βιβλίο, όχι από τη γνώμη των έγκριτων και επώνυμων κριτικών, ούτε από τις λίστες των ευπώλητων (best–seller), αλλά από τη μαζική προσοχή που θα κερδίσει στους κύκλους των ειδικών ιστολογίων.
Ο ρόλος των ιστολόγων επεκτείνεται και στην ανακοίνωση πληροφοριών για τον χώρο του βιβλίου, για τα βραβεία και την εκδοτική δραστηριότητα, τη ζωή των συγγραφέων και τις κινήσεις τους στη σύγχρονη πνευματική κίνηση της χώρας. Αν αυτό συμβαίνει μέσω προσωπικών πληροφοριών που ο ιστολόγος μπόρεσε να συλλέξει, ο τελευταίος ανάγεται σε ρεπόρτερ, σε ερευνητή-δημοσιογράφο, που χρησιμοποιεί τις όποιες γνωριμίες του ή την ερευνητική του διάθεση –και το διαδίκτυο ευνοεί μια τέτοια έρευνα-, για να αναδείξει αφανή θέματα ή να συμβάλει από το βήμα που διαθέτει στην ευρύτερη διασπορά ειδήσεων που αφορούν στη λογοτεχνία και τους θεράποντές της. Εδώ εντάσσω και τις συνεντεύξεις που τώρα τελευταία δίνονται από συγγραφείς σε μπλόγκερ, οι οποίοι λειτουργούν σαν συντάκτες ηλεκτρονικών εφημερίδων.
Τα ιστολόγια είναι η φωνή του αναγνώστη που ακούγεται. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση της λογοτεχνίας ως προς τον αποδέκτη του έργου τέχνης ή έρευνες με βάση την εμπειρική θεωρία της πρόσληψης σίγουρα θα περιλαμβάνουν πλέον και την μπλογκόσφαιρα· η ιστορία της λογοτεχνίας θα καταγράψει όχι μόνο όσα προηγουμένως έχουν επιλεχθεί μέσω της πρώτης διαλογής των εφημερίδων και περιοδικών, αλλά πλέον και μέσω των βιβλιόφιλων ιστολογίων.
Έτσι, μια στατιστική έρευνα που διεξήγαμε συγκρίνοντας α) τις βιβλιοπαρουσιάσεις στα βιβλιόφιλα ιστολόγια του διαδικτύου, β) το πλήθος των κριτικών που απέσπασε κάθε πεζογράφημα και γ) τις προτιμήσεις των αναγνωστών στα ευπώλητα δείχνει ότι ο blogger δεν είναι αυτό που θα λέγαμε “μέσος αναγνώστης”. Η γνώμη του δεν συντονίζεται με το αίσθημα του κοινού, αλλά από τη μια παρακολουθεί τους κριτικούς και συστρατεύεται μαζί τους στο ποιοτικό βιβλίο έναντι του εμπορικού και από την άλλη επιδιώκει να αναδείξει έργα που δεν προσέχθηκαν, προβάλλοντας την επαναστατική του ως προς στο κατεστημένο των εφημερίδων στάση.
Οι μπλόγκερ δημιουργούν έτσι έναν τρίτο ορίζοντα πρόσληψης και το αξιοσημείωτο είναι ότι βρίσκονται πιο κοντά στους κριτικούς παρά στο ευρύ κοινό· αυτό σημαίνει ότι οι ιστολόγοι δεν είναι απλώς αντιπροσωπευτικά δείγματα της ευρείας μάζας αναγνωστών-καταναλωτών, αλλά άτομα με άποψη, η οποία χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν των επαγγελματιών κριτικών, απέχει παρασάγγες από το πλατύ κοινό. Με τις επιλογές τους διυλίζουν την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή και συγκρατούν ό,τι ο υποψιασμένος αναγνώστης έχει διαβάσει, και μάλιστα με τρία βασικά πλεονεκτήματα: α) διαθέτουν τη φωνή που δεν έχει κάθε αναγνώστης και έτσι μπορούν να προβάλλουν τις επιλογές τους, β) διαθέτουν βήμα από το οποίο μπορούν να μιλήσουν πολύ συχνότερα από έναν επαγγελματία βιβλιοκριτικό και γ) είναι σε θέση να διεξαγάγουν διάλογο και να σταθμίσουν –με την ανταπόκριση που θα δεχτούν- το βάθος των απόψεών τους.
Από την άλλη, το βασικό μειονέκτημα του καινοφανούς αυτού φαινομένου ανιχνεύεται σε όσα ιστολόγια ομφαλοσκοπούνται, καθώς καταγράφουν απόψεις που έχουν γραφεί και από κριτικούς, χωρίς να παραπέμπουν σ’ αυτούς, είτε γιατί δεν τους έχουν διαβάσει, είτε γιατί αδιαφορούν για μια τέτοιου είδους δεοντολογία. Έτσι, παρατηρούνται δύο γραμμές: η πρώτη που συμβουλεύεται τις εφημερίδες και τα λογοτεχνικά περιοδικά, όπου και παραπέμπει συμφωνώντας ή διαφωνώντας μαζί τους, και η δεύτερη, που καταθέτει προσωπικές γνώμες, ασχέτως αν ήδη έχουν δημοσιευτεί από βιβλιοκριτικούς ή άλλους ιστολόγους. Τέλος, ας μην παραλείψουμε τον εμπειρισμό, τις πρόχειρες εκτιμήσεις για πρόσωπα και θεσμούς, την καχυποψία απέναντι στα βραβεία, τους διαλόγους κουτσομπολιού, τις αλληλοκολακείες και τη συντεχνιακή νοοτροπία (προσωπικές παρεΐστικες γνωριμίες) κ.ά.
Τα ιστολόγια ξαναφέρνουν το βιβλίο στο κέντρο συζητήσεων οι οποίες απλώνονται σε έναν συνεχώς επεκτεινόμενο ιστό και γι’ αυτό, πέρα από μόδα, μπορούν να γίνουν και θεσμός.
Γεώργιος Ν. Περαντωνάκης,
Υπ. Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας,
κριτικός λογοτεχνίας