Βιβλιοθήκη της «Ελευθεροτυπίας»

3 Δεκεμβρίου, 2007

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 3:48 μμ

Δυο λόγια ακόμη για τον «Ατλαντικό», που με χαρά μου βλέπω πως συγκινεί. Ας τον διαβάσουμε και σε σχέση με τον «Μπολιβάρ». Τα δύο έργα επικοινωνούν υπογείως μεταξύ τους και το κοινό του διακύβευμα είναι, όπως το έλεγα και τις προάλλες, η διαμαρτυρία και η πικρία για την παραγνώριση της τέχνης η οποία ανοίγει καινούργιους δρόμους. Ως προς την τεχνική, διαφέρουν, οπωσδήποτε, οι τόνοι και η αφήγηση, η βαθιά ειρωνεία, όμως, είναι και εδώ κοινή. Παρεμπιπτόντως, αν έχετε καιρό, κάντε μια βόλτα μέχρι το Νέο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς, όπου λειτουργεί η έκθεση με τα ζωγραφικά έργα του Εγγονόπουλου. Φωτογραφημένα σε πλήθος εκδόσεων, μοιάζουν στην αρχή αρκετά γνωστά και οικεία. Προχωρώντας, ωστόσο, την περιδιάβαση στα βάθη της έκθεσης, αποκτά κανείς μια τρομακτική οπτική εμπειρία, η οποία, στη δική μου τουλάχιστον κρίση και αντίδραση, έχει να κάνει με τη λαμπρότητα και την πυκνότητα του χρώματος. 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ     

28 Νοεμβρίου, 2007

Ο «Ατλαντικός» του Εγγονόπουλου

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 1:36 μμ

Δεν νιώθω ότι μπορώ να εκφράσω γνώμη για τον εικαστικό Εγγονόπουλο – σε ό,τι αφορά το προσωπικό μου γούστο λέω μόνο ότι τον κοιτάζω με ενδιαφέρον. Μια, όμως, και έχουμε αρχίσει να συζητάμε για το ποιητικό του έργο, και εφόσον βρίσκουμε ότι η ποίησή του δεν έχει πάψει να διατηρεί τη φρεσκάδα της, θέλω να προτείνω μιαν ιδιαιτέρως απολαυστική και, θα έλεγα, ελάχιστα συζητημένη από την κριτική και τη φιλολογία,  ανάγνωση του Εγγονόπουλου – τον «Ατλαντικό» του. Πρόκειται για ένα εκτενές, αφηγηματικό ποίημα, που πλημμυρίζει από ειρωνεία και σαρκασμό και μοιάζει βυθισμένο στην τέλεια απόγνωση – απόγνωση για τον μάταιο μόχθο του καλλιτέχνη, για την αδυναμία του να επικοινωνήσει με το κοινό και να του μεταδώσει τις λοξές αλήθειες του. Θα το συνιστούσα ανεπιφύλακτα σε όσους δεν το έχουν διαβάσει – ακόμη κι αν δεν μιλάει στη συγκίνησή τους ο Εγγονόπουλος, ακόμη κι αν νιώθουν διστακτικοί με την υπόλοιπη ποιητική του δουλειά. Κατανοώ απολύτως την παρατήρηση για το ότι το blog δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως χώρος συμπληρωματικός της «Βιβλιοθήκης». Αυτή, άλλωστε, ήταν η σκέψη μας όταν ξεκινήσαμε το blog και με την ίδια σκέψη to συνεχίζουμε. Σημαντική, πάντως, σ’ αυτό θα είναι η συμβολή σας. Βοηθήστε στο να προκληθεί ζωντανός και γόνιμος διάλογος. Διαφωνήστε, συμφωνήστε, ανατρέψτε, επικυρώστε. Σας περιμένουμε. 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

26 Νοεμβρίου, 2007

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 2:14 μμ

Κατά τη διάρκεια του χρόνου που κλείνει είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να σκεφτούμε έναν ποιητή ο οποίος μολονότι ατύχησε πολύ στον μεσοπόλεμο, αποκαταστάθηκε πλήρως στις ημέρες μας. Ο λόγος είναι, βέβαια, για τον Νίκο Εγγονόπουλο, έναν από τους βασικούς εισηγητές του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, του οποίου το έργο προκάλεσε τις εντονότατες αντιδράσεις της κριτικής όταν έκανε τα πρώτα βήματά του. Πέστε μας τη γνώμη σας για τον Εγγονόπουλο. Πολλοί από τους αναγνώστες της «Βιβλιοθήκης» είναι λάτρεις της ποίησης και θα μας ενδιέφερε ιδιαιτέρως, τώρα που η αυλαία των εορτασμών πέφετει για τον Εγγονόπουλο, να κουβεντιάσουμε μαζί για έναν ποιητή ο οποίος έχει πολλά να προσφέρει – και σε πολλαπλά επίπεδα.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ   

7 Νοεμβρίου, 2007

Ιδέες για ανάγνωση

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 7:11 μμ

Mήπως πρέπει κάπως να πάρουμε εμπρός όλοι μας; Η «Βιβλιοθήκη» πιάστηκε με πολλές δουλειές τον τελευταίο καιρό και αραίωσε μέχρι έναν βαθμό την επαφή της με τον ψηφιακό χώρο. Αλλά είμαστε πάντα εδώ και μπορούμε να σας ρωτήσουμε για πολλά πράγματα. Διαβάσατε, επί παραδείγματι, το πολυσυζητημένο βιβλίο του Γκύντερ Γκρας, με τις πολυσυζητημένες αναφορές στα εφηβικά και στα νεανικά του χρόνια, κι αν ναι, τι γνώμη σχηματίσατε; Είδατε τα καινούργια βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου και του Γιάννη Κιουρτσάκη, κι αν ναι, τι έχετε να μας πείτε; Θα δοκιμάσετε να διαβάσετε το καινούργιο βιβλίο του Παύλου Μάτεσι, κι αν ναι, τι πιστεύετε γενικότερα για το έργο του; Ιδέες για αναγνώσεις στην τύχη. Πείτε μας και τις δικές σας κι ελάτε να συζητήσουμε ή να διαφωνήσουμε για ό,τι σας έχει εξιτάρει, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, τον τελευταίο καιρό.   

5 Οκτωβρίου, 2007

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 6:21 πμ

 Ανέκαθεν είχα την περιέργεια να διακρίνω τους τίτλους των βιβλίων που γέμιζαν τις βιβλιοθήκες μπροστά στις οποίες κατά κανόνα φωτογραφίζονταν, ή επέλεγαν να μιλήσουν στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις τους, οι πολιτικοί (το ότι εσχάτως η βιβλιοθήκη φαίνεται να έχει εκπέσει, υποκαθιστάμενη από φόντο υψηλών εικαστικών προδιαγραφών, είναι, και αυτό, σημείο των καιρών* κάποτε, το στήσιμο μπροστά στη βιβλιοθήκη λειτουργούσε ως εκδήλωση πνευματικής ρώμης, στοχαστικού βάθους, δίψας για ενημέρωση – σήμερα, το εικαστικό περιβάλλον μάλλον δηλώνει ευπειθή προσαρμογή στις επιταγές του χρηματιστηρίου της τέχνης). Η ίδια περιέργεια με έσπρωχνε να διατρέχω τους τίτλους που, συνήθως κάθε Πρωτοχρονιά, μπροστά στις τηλεοπτικές κάμαρες ή στα ειδικά ρεπορτάζ των εφημερίδων, προβάλλουν ως αναγνωστικές τους επιλογές στελέχη της εκάστοτε κυβέρνησης, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων. Θα άξιζε να τις αναλύσει κάποτε κανείς – είναι ενδεικτικές του ευκαιριακού χαρακτήρα της σχέσης τους με το βιβλίο.

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (οι οποίες, κατά κανόνα, βρίσκονται προς τα αριστερά) οι πολιτικοί δεν είναι φιλαναγνώστες – μερικοί μάλιστα φαντάζομαι ότι θα θεμελίωναν αυτή τους τη στάση, αντιπαραθέτοντας τους αργούς ρυθμούς που προϋποθέτει η ανάγνωση με την υπερδραστηριότητα της ενασχόλησης με την πολιτική. Πώς είναι δυνατόν, ενώ ο κόσμος τρέχει ολοταχώς προς το ανεξιχνίαστο μέλλον του, να προσκολλάται κανείς στους μακρόσυρτους αναγνωστικούς χρόνους; Η παλιά πράξη της ράθυμης ανάγνωσης ενός σοβαρού βιβλίου, έχει αποβεί ελεγειακή άσκηση. Ήδη από το 1950, ο Αμερικανός κριτικός Λάιονελ Τρίλινγκ σημείωνε ότι κυρίαρχη αντίληψη ανάμεσα στους πολιτικούς του καιρού του ήταν πως «υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη διανόηση και οφείλουμε να ταχθούμε με το μέρος της πραγματικότητας». Αν η πραγματικότητα σήμερα είναι εκείνη των συνεχών ερεθισμάτων και της διαμεσολαβημένης εμπειρίας, είναι προφανές ότι γενναιοδωρία προς τον στοχασμό (αλλά κυρίως προς την ακατάπαυστη παραγωγή αντιδιαστολών που αφορούν στον ανθρώπινο χαρακτήρα, στις αξίες, στα συναισθήματα, την οποία γεννά η λογοτεχνία) είναι πάρα πολύ δύσκολο να υπάρξει.

Το φαινόμενο, βέβαια, δεν είναι μόνο ελληνικό. Πριν από δέκα περίπου χρόνια, ο Λόρδος Roy Jenkins, μέλος του βρετανικού κοινοβουλίου και βιογράφος ασχολήθηκε με τους πολιτικούς και τις αναγνωστικές τους συνήθειες, με επίκεντρο τον ανάδοχο του σύγχρονου πολιτικού φιλελευθερισμού William Ewart Gladstone, τέσσερις φορές πρωθυπουργό της Βρετανίας, εμβληματική μορφή της βικτωριανής περιόδου. Δεν έχει τόση σημασία να αναφερθούμε στην ιδιωτική βιβλιοθήκη των 20.000 τόμων του Γκλάντστοουν (ναι, είναι ο γνωστός μας φιλέλληνας Γλάδστων), η οποία δεν περιείχε μονάχα τους Έλληνες κλασικούς ή βιβλία θεολογίας και θρησκευτικής ιστορίας στην οποία και αφοσιώθηκε ο Βρετανός πολιτικός αφότου έχασε την πρωθυπουργία το 1874, αλλά και πολλούς δημοφιλείς συγγραφείς του καιρού του, από την Έλιοτ και τον Τρόλοπ ως τον Ντίκενς, την Ώστιν και τις αδελφές Μπροντέ. Ούτε στην παρατήρηση του Τζένκινς ότι ο φιλελληνισμός του Γκλάντστοουν προέκυψε «από μια ζωή αφοσιωμένη στην ανάγνωση, χτισμένη αργά-αργά, όπως ένας σταλαγμίτης». Το ενδιαφέρον των επισημάνσεων του Τζένκινς έγκειται στην αντιπαράθεση πολιτικών όπως ο Θεόδωρος Ρούσβελτ και ο Γούντροου Γουίλσον, «πρωταθλητές στην ανάγνωση και τη συγγραφή» με εκείνους που δεν «άνοιγαν βιβλίο», όπως ο 30ος πρόεδρος των ΗΠΑ Calvin Cooligde (1872-1933) και ο διάδοχός του Herbert Hoover, διαβόητος λόγω της προεδρίας του κατά τη διάρκεια του μεγάλου κραχ του 1929. Όπως και το διακριτικό, υπόγεια σαρκαστικό, σχόλιό του, με το οποίο υπέσκαψε τη φήμη του φιλαναγνώστη που περιέβαλε τον Τζων Φ. Κένεντυ: «Του άρεσε να πληροφορείται περί τα βιβλία». Δεν νομίζω ότι θα ήμουν άδικη, αν απέδιδα αυτή τη στάση και στην πλειονότητα των Ελλήνων «φιλαναγνωστών» πολιτικών.    

ΚΑΤΕΡΙΝΑ  ΣΧΙΝΑ                                  

27 Σεπτεμβρίου, 2007

ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ;

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 8:37 πμ

Η οριστική απόσυρση του βιβλίου της Ιστορίας της Στ΄Δημοτικού σηματοδοτεί αναμφίβολα τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται η ελληνική κοινωνία, στην πλειονότητά της, την ιστορία. Ανεξάρτητα από το πώς αποτιμά κανείς το συγκεκριμένο εγχειρίδιο, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε στο επιχείρημα των περισσότερων πολέμιων του βιβλίου, που έχει να κάνει με τη «ζώσα μνήμη» – τη μνήμη, για παράδειγμα, της Μικρασιατικής καταστροφής. «Δεν θα υποκύψουμε στη λήθη», ακούσαμε να διατρανώνουν σε κάθε τόνο όσοι εξεγέρθηκαν με την, ομολογουμένως ατυχή, διατύπωση περί «συνωστισμού» στο λιμάνι της Σμύρνης.

Κανείς ιστορικός δεν θα παραναγνώριζε τη λεπτή νοητική και ψυχική διεργασία την οποία συνιστά η διαλεκτική της ιστορίας και της μνήμης (ή των μνημών, για να είμαστε ακριβέστεροι). Ωστόσο, είναι προτιμότερος ένας βαθύς στοχασμός πάνω στις σχέσεις τους παρά η αντιπαράθεσή τους σε μάχες από τις οποίες η γνώση αναπόφευκτα θα βγει ζημιωμένη. Αυτήν την λυσσώδη αντιπαράθεση παρακολουθήσαμε πρόσφατα και νομίζουμε ότι θα άξιζε να δώσουμε λίγο χώρο σε μια νηφάλια αντιμετώπιση του φαινομένου. Θα θέλαμε τις απόψεις σας πάνω στην ουσία του βιβλίου και όχι πάνω στο πολιτικό ζήτημα που προκάλεσε η θλιβερή σπουδή της κυβέρνησης να το αποσύρει αναξιολόγητο, υποκύπτοντας στις πιέσεις των άκρων. Προς τούτο, παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το μόλις εκδομένο βιβλίο «Προσεγγίζοντας το Ολοκαύτωμα στο ελληνικό σχολείο», μια σειρά διδακτικών προσεγγίσεων στο μοναδικό αυτό ιστορικό γεγονός, την οποία επεργάστηκε ομάδα ιστορικών με επικεφαλής τον Γιώργο Κόκκινο. Γράφει ο Κόκκινος στην εισαγωγή του:

«Στη σημερινή ιστορική συγκυρία, η γνωριμία των παιδιών και των νέων με την Ιστορία στη διττή μορφή της, τόσο της γνώσης των γεγονότων και των βιωμάτων των ανθρώπων του παρελθόντος όσο και της αφηγηματικής τους αναπαράστασης και της ερμηνευτικής τους σημασιοδότησης (…),  γενικότερα η διαθεσιμότητα και η ικανότητα των παιδιών και των νέων να πλοηγούνται στον ιστορικό χρόνο προσδίδοντάς του νόημα με τη χάραξη νοερών διαδρομών, δεν επιτυγχάνονται αποκλειστικά και μόνο μέσω του σχολικού μηχανισμού, αλλά και με επικοινωνιακούς διαύλους, όπως τα πολιτικά κόμματα, η Εκκλησία, τα ΜΜΕ, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το Διαδίκτυο και γενικότερα η Δημόσια Ιστορία, η πολιτισμική βιομηχανία και η πολιτιστική τεχνολογία, που στο σύνολό τους συγκροτούν τους μηχανισμούς και τις μορφές της μαζικής ιστορικής επικοινωνίας διαμορφώνοντας από κοινού με την ιστορική εκπαίδευση το πλαίσιο, τις ορίζουσες και τις σημασιοδοτήσεις της ιστορικής κουλτούρας.

Αν και η μαζική κουλτούρα, η πολιτισμική βιομηχανία και η πολιτιστική τεχνολογία δε διεκδικούν την αποκλειστικότητα στην αποθάρρυνση κάθε προσπάθειας εμβάθυνσης και κριτικής προσέγγισης του παρελθόντος, αποσκοπώντας μάλλον, όπως άλλωστε και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, στην ιδεολογική χειραγώγηση μέσω της επιλεκτικής αναφοράς στο παρελθόν, της μυθοποίησης και της συγκρότησης συμπαγούς συλλογικής ταυτότητας, παρά ταύτα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η μοναδικότητά τους στην «αισθητοποίηση» του παρελθόντος, στον μετασχηματισμό δηλαδή επιλεγμένων του όψεων σε κερδοφόρο θέαμα που κατά κανόνα εξυπηρετεί έμμεσα την κοινωνικοπολιτική συμμόρφωση και τον ιδεολογικό έλεγχο και σπανίως την κριτική εγρήγορση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μηχανισμοί και οι μορφές ιστορικής επικοινωνίας, αν εξαιρέσουμε θύλακες-δίκτυα μόνο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, των εκπαιδευτικών θεσμών, των ΜΜΕ και της πολιτιστικής τεχνολογίας, είτε αποδύονται στην κατασκευή γενεαλογικών σχημάτων αδιάσπαστης εθνολογικής και πολιτισμικής συνέχειας είτε διαχειρίζονται ιστορικούς μύθους εργαλειοποιώντας το παρελθόν για να εξυπηρετήσουν ιδεολογικές σκοπιμότητες, είτε δημιουργούν έναν άκριτο παροντισμό, που ομογενοποιεί και τεμαχίζει αυθαίρετα τον ιστορικό χρόνο, κάνοντας το παρόν να φαντάζει αυτονόητο, είτε, τέλος, δημουργούν μαζικά αντανακλαστικά εξιδανίκευσης του παρελθόντος (…)»

Τοποθέτηση που φαντάζει εξαιρετικά επίκαιρη, αν αναλογιστεί κανείς το πώς αντιμετώπισαν το επίμαχο βιβλίο τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί, η Εκκλησία, και αν αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο έδειξαν να αντιλαμβάνονται τις σχέσεις ιστορίας και μνήμης. Περιμένουμε τα σχόλιά σας.

Κατερίνα Σχινά

19 Σεπτεμβρίου, 2007

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ, ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΜΕΞΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΥΕΝΤΕΣ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 3:48 μμ

Επιστροφή στα δικά μας μετά από πυρκαγιές και εκλογές, που μας έκαναν να νιώσουμε πως μια συζήτηση περί βιβλίων, όσο συγκεκριμένη κι αν την κάναμε, θα ήταν κάπως εκτός τόπου και χρόνου. Αλλά στο μετεκλογικό τοπίο ας μη βιαστούμε να χάσουμε την επαφή μας με τις εκλογές, που ήδη διαμορφώνουν ένα τοπίο εξαιρετικά έντονων ζυμώσεων. Κι επειδή όλο αυτό το διάστημα έγινε μεγάλη και συνεχής κουβέντα για τον ρόλο του κράτους και τη σημασία της δημόσιας διοίκησης στην πολιτική (κουβέντα που εκ των πραγμάτων θα μείνει για μεγάλο διάστημα στην επικαιρότητα), προσέξετε, αν δεν το έχετε πάρει κιόλας είδηση, ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό μυθιστόρημα του Κάρλος Φουέντες, που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες από τις εκδόσεις «Άγρα» με τίτλο «Το κάθισμα του αετού» (μετάφραση -πολύ καλή- Κρίτων Ηλιόπουλος). Έγραφα πριν από πολύ λίγο καιρό στο «7» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» πως ο συγγραφέας, που, ας μην το ξεχνάμε, είναι γόνος διπλωματικής οικογένειας, συμπυκνώνει σε αυτό το δαιμόνια επιστολικό μυθιστόρημα τα πιο κρίσιμα πολιτικά προβλήματα του σύγχρονου Μεξικού. Προβλήματα που ξεκινούν από την ασυγκράτητη διαπλοκή και τη ραγδαία -εσωτερική και εξωτερική- φθορά των κομμάτων και φτάνουν μέχρι τους εξοντωτικούς διαγκωνισμούς στους σκοτεινούς διαδρόμους του κράτους και στα σκοτεινά δωμάτια της πάσης φύσεως γραφειοκρατίας. Κάτι, βεβαίως, μπορεί να μας θυμίζουν όλα αυτά, αν και, σίγουρα, όχι με τους τόσο σκληρούς όρους του Φουέντες – ίσως, περισσότερο, για τα καθ’ ημάς, με τους όρους μιας παρατεταμένης μαύρης κωμωδίας.  Περιμένουμε τα σχόλιά σας -πολιτικά και λογοτεχνικά- και όχι μόνο, εννοείται, για το έργο του Φουέντες.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

6 Αυγούστου, 2007

ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 3:40 μμ

Θέλω να συνεχίσουμε κάπως τη συζήτηση για το αστυνομικό μυθιστόρημα (συζήτηση κατ’ ανάγκην περιορισμένη σε αριθμό συνομιλητών, στον μήνα που βρισκόμαστε), με αφορμή την παρατήρηση του κ. Φιλίππου για τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε την αστυνομική φιλολογία το έργο του Ζαν – Πατρίκ Μανσέτ. Διαβάστε το βιβλίο του «Nada», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά: είναι η επιτομή της αλλαγής για την οποία κάνει λόγο ο κ. Φιλίππου. Και διαβάστε, επίσης, τα έργα του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο – «Στην ίδια πόλη υπό βροχή» είναι ο τίτλος της πιο πρόσφατης μετάφρασής του. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου τα πάντα είναι διαφορετικά, με έναν ντετέκτιβ ο οποίος κλαίει όταν ανακαλεί τη σεπτή μορφή της μητέρας του και φοβάται ανά πάσα στιγμή ότι θα πεθάνει. Το εκπληκτικό με το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι, όπως έγραφα προ  ημερών και στη «Βιβλιοθήκη», η προσαρμοστικότητά του και η ικανότητά του εντέλει να οδηγεί σε εντελώς καινούργια πράγματα. Σε όσους δεν έχουν φύγει για διακοπές συνιστώ ενθέρμως να το κάνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Μαζί τους κι εγώ, που θα λείψω μέχρι τέλος Αυγούστου. Το blog, βέβαια, είναι πάντα εδώ και είναι, όπως όλοι ξέρουμε, από παντού και απόλους μας ορατό.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου 

18 Ιουλίου, 2007

Περί αστυνομικού μυθιστορήματος

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 5:04 μμ

Διαβάζω πάντα, ό,τι κι αν μου τύχει, όση δουλειά κι αν έχω, αστυνομικά μυθιστορήματα. Και διαβάζω αστυνομικά όχι μόνο τα τελευταία χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων το είδος νομιμοποιήθηκε πλήρως λογοτεχνικά, αλλά από την εποχή  της εφηβείας και, κατόπιν, της νιότης μου, όταν το αστυνομικό μυθιστόρημα βρισκόταν εκτός πάσης συζητήσεως. Είναι αλήθεια πως το αστυνομικό μυθιστόρημα κάνει στην εποχή μας τα πάντα: συνομιλεί με την πολιτική, αναδιαπραγματεύεται τις τύχες της Αριστεράς, μπλέκει με την επιστήμη των μαθηματικών, ανταλλάσσει χειραψία με τη γαστρονομία. Αναρωτιέμαι τι σκεφτόμαστε όλοι γι αυτά και κατά πόσο μας ενδιαφέρει να τα κουβεντιάσουμε πλατύτερα. 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου  

5 Ιουλίου, 2007

Περί ιστολογίων

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 4:16 μμ

 

Δημοσιεύουμε σήμερα ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο περί ιστολογίων, που προέρχεται από επιστημονική ανακοίνωση του συντάκτη μας Γεωργίου Περαντωνάκη και περιμένουμε με εύλογο ενδιαφέρον τις αντιδράσεις σας

Ιστολόγια (blogs) ή η επανάσταση του αναγνώστη

(Περίληψη ανακοίνωσης στην 4η Συνάντηση Εργασίας Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τμήματος Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα 1-3 Ιουνίου 2007)

 

Τα βιβλιόφιλα ιστολόγια αποτελούν καταγραφές αναγνωστικών εμπειριών, είτε ως μικρές ή μεγάλες παρουσιάσεις και κριτικές βιβλίων, είτε ως καταθέσεις σχολίων και προτάσεων γύρω από τη λογοτεχνία. Αν εξαιρέσουμε τα μπλογκ των ίδιων των συγγραφέων, τα βιβλιόφιλα ιστολόγια είναι ψευδώνυμα, μια κρυπτωνυμία που αφήνει περιθώρια στην ελεύθερη επιχειρηματολογία και στην ακώλυτη κριτική των τεκταινομένων στον χώρο της λογοτεχνίας.

Τα τελευταία χρόνια έχει αναχθεί ο αποδέκτης του λογοτεχνικού κειμένου σε βασικό παράγοντα απόδοσης ερμηνείας. Με τα ιστολόγια, ο ρόλος αυτός γίνεται πιο απτός. Ο αναγνώστης παύει να είναι απλώς ο παθητικός δέκτης όχι μόνο των μυθοπλασιών αλλά και των κριτικών, που δημοσιεύονται σε εφημερίδες και ειδικά περιοδικά. Κι αυτό γιατί, ενώ ο συγγραφέας έχει φωνή μέσω του έργου του και ο κριτικός μέσω των βιβλιοκρισιών του, ο μέσος αναγνώστης αδυνατούσε να βρει τρόπο να δηλώσει τις προτιμήσεις ή τις απαρέσκειές του.

Τώρα πλέον μέσω των ιστολογίων εμφανίζεται ένα νέο είδος αναγνώστη, ο “φωνήεις” αναγνώστης, ο οποίος εκφράζεται και αποκτά συνείδηση της δύναμής του. Μέσω του blog του μπορεί να καταγράφει τις αναγνωστικές του εμπειρίες και να δημοσιεύει πλέον ευρύτερα τη γνώμη του για τα βιβλία της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής, που διάβασε. Το ημερολόγιό του πια δεν μένει κρυφό στο συρτάρι του, αλλά κοινοποιείται, με αποτέλεσμα να εκθέτει τις απόψεις του και να μοιράζεται με άλλους τα αναγνωστικά του βιώματα. Ένα τέτοιο δημοσιευμένο ημερολόγιο γίνεται μέσο έκφρασης και απελευθέρωσης της δυνατότητας να διατυπώσει σε ένα μικρό ή μεγαλύτερο κοινό την αναγνωστική του στάση.

Τα ιστολόγια που απαντούν το ένα στο άλλο, αλλά και οι σχολιαστές τους, που καταγράφουν αυτόματα την αντίδρασή τους, πυροδοτούν μία ή πολλές παράλληλες και συχνά αλληλοδιαπλεκόμενες συζητήσεις. Ο διάλογος, ο οποίος παλαιότερα περιοριζόταν μόνο μεταξύ των βιβλιοκριτικών τώρα διευρύνεται και περικλείει εν δυνάμει όλους τους αναγνώστες. Κάθε κάτοχος ιστολογίου γίνεται καταρχάς ο πομπός ενός συγκεκριμένου μηνύματος, το οποίο ακούγεται δημοσίως και προκαλεί αντιδράσεις από άλλους ιστολόγους ή απλούς διαδικτυακούς αναγνώστες. Οι συζητήσεις μεταξύ φίλων γύρω από τη λογοτεχνία παίρνουν τη μορφή δικτύου (κοινότητας / community), που περιλαμβάνει επώνυμους και ανώνυμους, τους ίδιους τους συγγραφείς και τους κριτικούς, αλλά και τον μέσο αναγνώστη, ο οποίος αποκτά βήμα, για να θέσει επί τάπητος τις απόψεις του και να ακούσει τις αντιρρήσεις μιας ευρύτερης από τον στενό κύκλο ομάδας.

Ακόμη περισσότερο ο αποδέκτης της λογοτεχνίας μετατρέπεται σε ενεργό και δραστήριο κριτικό, που καταθέτει την αναγνωστική του αντίδραση για συγκεκριμένα βιβλία της τρέχουσας παραγωγής. Οι συνειδητοί και τακτικοί μπλόγκερ διευθύνουν τα ιστολόγιά τους σαν λογοτεχνικά περιοδικά, όπου βιβλιοπαρουσιάζονται μυθιστορήματα και διηγήματα, κρίνονται οι συγγραφικές τους αρετές –άλλοτε υποκειμενικά κι άλλοτε με διάθεση επιχειρηματολογίας και αποδείξεων-, συγκρίνονται με άλλα παλαιότερα ή σύγχρονα έργα και πολλές φορές βαθμολογούνται. Έτσι, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να αναδειχθεί ένα βιβλίο, όχι από τη γνώμη των έγκριτων και επώνυμων κριτικών, ούτε από τις λίστες των ευπώλητων (bestseller), αλλά από τη μαζική προσοχή που θα κερδίσει στους κύκλους των ειδικών ιστολογίων.

Ο ρόλος των ιστολόγων επεκτείνεται και στην ανακοίνωση πληροφοριών για τον χώρο του βιβλίου, για τα βραβεία και την εκδοτική δραστηριότητα, τη ζωή των συγγραφέων και τις κινήσεις τους στη σύγχρονη πνευματική κίνηση της χώρας. Αν αυτό συμβαίνει μέσω προσωπικών πληροφοριών που ο ιστολόγος μπόρεσε να συλλέξει, ο τελευταίος ανάγεται σε ρεπόρτερ, σε ερευνητή-δημοσιογράφο, που χρησιμοποιεί τις όποιες γνωριμίες του ή την ερευνητική του διάθεση –και το διαδίκτυο ευνοεί μια τέτοια έρευνα-, για να αναδείξει αφανή θέματα ή να συμβάλει από το βήμα που διαθέτει στην ευρύτερη διασπορά ειδήσεων που αφορούν στη λογοτεχνία και τους θεράποντές της. Εδώ εντάσσω και τις συνεντεύξεις που τώρα τελευταία δίνονται από συγγραφείς σε μπλόγκερ, οι οποίοι λειτουργούν σαν συντάκτες ηλεκτρονικών εφημερίδων.

Τα ιστολόγια είναι η φωνή του αναγνώστη που ακούγεται. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση της λογοτεχνίας ως προς τον αποδέκτη του έργου τέχνης ή έρευνες με βάση την εμπειρική θεωρία της πρόσληψης σίγουρα θα περιλαμβάνουν πλέον και την μπλογκόσφαιρα· η ιστορία της λογοτεχνίας θα καταγράψει όχι μόνο όσα προηγουμένως έχουν επιλεχθεί μέσω της πρώτης διαλογής των εφημερίδων και περιοδικών, αλλά πλέον και μέσω των βιβλιόφιλων ιστολογίων.

Έτσι, μια στατιστική έρευνα που διεξήγαμε συγκρίνοντας α) τις βιβλιοπαρουσιάσεις στα βιβλιόφιλα ιστολόγια του διαδικτύου, β) το πλήθος των κριτικών που απέσπασε κάθε πεζογράφημα και γ) τις προτιμήσεις των αναγνωστών στα ευπώλητα δείχνει ότι ο blogger δεν είναι αυτό που θα λέγαμε “μέσος αναγνώστης”. Η γνώμη του δεν συντονίζεται με το αίσθημα του κοινού, αλλά από τη μια παρακολουθεί τους κριτικούς και συστρατεύεται μαζί τους στο ποιοτικό βιβλίο έναντι του εμπορικού και από την άλλη επιδιώκει να αναδείξει έργα που δεν προσέχθηκαν, προβάλλοντας την επαναστατική του ως προς στο κατεστημένο των εφημερίδων στάση.

Οι μπλόγκερ δημιουργούν έτσι έναν τρίτο ορίζοντα πρόσληψης και το αξιοσημείωτο είναι ότι βρίσκονται πιο κοντά στους κριτικούς παρά στο ευρύ κοινό· αυτό σημαίνει ότι οι ιστολόγοι δεν είναι απλώς αντιπροσωπευτικά δείγματα της ευρείας μάζας αναγνωστών-καταναλωτών, αλλά άτομα με άποψη, η οποία χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν των επαγγελματιών κριτικών, απέχει παρασάγγες από το πλατύ κοινό. Με τις επιλογές τους διυλίζουν την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή και συγκρατούν ό,τι ο υποψιασμένος αναγνώστης έχει διαβάσει, και μάλιστα με τρία βασικά πλεονεκτήματα: α) διαθέτουν τη φωνή που δεν έχει κάθε αναγνώστης και έτσι μπορούν να προβάλλουν τις επιλογές τους, β) διαθέτουν βήμα από το οποίο μπορούν να μιλήσουν πολύ συχνότερα από έναν επαγγελματία βιβλιοκριτικό και γ) είναι σε θέση να διεξαγάγουν διάλογο και να σταθμίσουν –με την ανταπόκριση που θα δεχτούν- το βάθος των απόψεών τους.

Από την άλλη, το βασικό μειονέκτημα του καινοφανούς αυτού φαινομένου ανιχνεύεται σε όσα ιστολόγια ομφαλοσκοπούνται, καθώς καταγράφουν απόψεις που έχουν γραφεί και από κριτικούς, χωρίς να παραπέμπουν σ’ αυτούς, είτε γιατί δεν τους έχουν διαβάσει, είτε γιατί αδιαφορούν για μια τέτοιου είδους δεοντολογία. Έτσι, παρατηρούνται δύο γραμμές: η πρώτη που συμβουλεύεται τις εφημερίδες και τα λογοτεχνικά περιοδικά, όπου και παραπέμπει συμφωνώντας ή διαφωνώντας μαζί τους, και η δεύτερη, που καταθέτει προσωπικές γνώμες, ασχέτως αν ήδη έχουν δημοσιευτεί από βιβλιοκριτικούς ή άλλους ιστολόγους. Τέλος, ας μην παραλείψουμε τον εμπειρισμό, τις πρόχειρες εκτιμήσεις για πρόσωπα και θεσμούς, την καχυποψία απέναντι στα βραβεία, τους διαλόγους κουτσομπολιού, τις αλληλοκολακείες και τη συντεχνιακή νοοτροπία (προσωπικές παρεΐστικες γνωριμίες) κ.ά.

Τα ιστολόγια ξαναφέρνουν το βιβλίο στο κέντρο συζητήσεων οι οποίες απλώνονται σε έναν συνεχώς επεκτεινόμενο ιστό και γι’ αυτό, πέρα από μόδα, μπορούν να γίνουν και θεσμός.

Γεώργιος Ν. Περαντωνάκης,

Υπ. Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας,

κριτικός λογοτεχνίας

 

27 Ιουνίου, 2007

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΛΑΓΕΦ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 2:34 μμ

Φρέσκο από το τυπογραφείο, ένα βιβλίο που δεν θα’ πρεπε να προσπεράσουμε. Κυρίως γιατί έχει γεννηθεί από την πένα «ενός από τους πιο επιβλητικούς ηθικούς και λογοτεχνικούς ήρωες του 20ου αιώνα», όπως τον χαρακτήρισε η Σούζαν Σόνταγκ, την πένα του Βικτόρ Σερζ (1890-1946). Μεταφρασμένο από την Τιτίκα Δημητρούλια , κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Scripta για να μας ξαναθυμίσει μια μορφή που σημάδεψε το επαναστατικό κίνημα με τρόπο βαθύ και ακατάλυτο.

Κοσμοπολίτης, από οικογένεια που αντιτάχθηκε στην τσαρική τυραννία και εγκατέλειψε τη Ρωσία στις αρχές του 1880, επαναστάτης σε συνεχή φυγή, ισόβιος ακτιβιστής και αγκιτάτορας, στο Βέλγιο μέλος της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, στη Γαλλία αναρχικός, στη Βαρκελώνη αναρχοσυνδικαλιστής, στη Γαλλία «συμπαθών του μπολσεβικισμού», στη Ρωσία προσωπικός φίλος και βιογράφος του Λένιν, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, και της εκτελεστικής επιτροπής της Γ Διεθνούς, από το ’22 ως το ’26 προπαγανδιστής και οργανωτής του κομμουνιστικού κινήματος στην Ευρώπη, και μετά, ξανά στη Ρωσία, αντισταλινικός, τροτσκιστής, διαγραμμένος από το Κόμμα, ο Βικτόρ Σερζ ήταν ο πρώτος που ονόμασε τη Σοβιετική Ένωση «ολοκληρωτικό κράτος» σε μια επιστολή που απηύθυνε σε φίλους του στο Παρίσι, λίγο μετά τη σύλληψή του στο Λένινγκραντ, τον Φεβρουάριο του 1933. Τελευταίος σταθμός της περιπλάνησης θα είναι το Μεξικό, όπου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δραπετεύοντας και από τις μαύρες λίστες του Χίτλερ και από τους δολοφόνους του Στάλιν, εξόριστος, απένταρος, γράφοντας τις «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη».

Στην Υπόθεση Τουλάγεφ, μυθιστόρημα σε «δέκα αλληλοσυμπληρούμενους πίνακες» σύμφωνα με το συγγραφέα, επικό θέμα είναι η δεσποτική στροφή που πήρε η Οκτωβριανή Επανάσταση ήδη επί Λένιν, η δολοφονία εκατομμυρίων πιστών κομμουνιστών από τον Στάλιν τη δεκαετία του ’30. Ο Σερζ γράφει για μια μοίρα που ο ίδιος παρά τρίχα απέφυγε. Εμποτισμένο στο δράμα της ιστορίας, το βιβλίο είναι μια συγκλονιστική αποτύπωση της σταλινικής δικτατορίας από ένα «ζώον πολιτικόν» – του οποίου μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν η θυελλώδης, γεμάτη κινδύνους, και κυρίως ηθικά ρωμαλέα ζωή του.

«Ο Σερζ έγραψε την Υπόθεση Τουλάγεφ με τη γαλήνια αποφασιστικότητα ενός εξερευνητή που έχει ναυαγήσει σε ένα έρημο νησί και καταγράφει τις παρατηρήσεις του πριν τις τοποθετήσει σ’ ένα μπουκάλι και τις εμπιστευτεί στα κύματα», σημειώνει ο Richard Greeman στο επίμετρο του βιβλίου. «Όπως έγραψε στον αμερικανό φίλο και υποστηρικτή του Ντουάιτ Μακντόναλντ, το 1940: ‘μας έχει σαρώσει όλους η Ιστορία, ξεβράζοντάς μας σ’ άγνωστες ακτές – κι οι βελόνες στις ταλαίπωρες πυξίδες μας έχουν τρελλαθεί’. Ωστόσο, προσθέτει, ‘δουλεύω ένα ακόμα μεγάλο μυθιστόρημα για την πιο ζοφερή περίοδο. σαν ζωγράφος που δουλεύει στον πίνακά του ένα γαλιόνι του 14ου αιώνα που ψάχνει το πέρασμα για τις Ινδίας…» Πώς ο Σερζ κατόρθωσε να βρει την εσωτερική γαλήνη για να γράψει αυτό που είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημά του – έχοντας επίγνωση ότι έγραφε ‘για το συρτάρι του γραφείου’ του, δηλαδή με ελάχιστες ή καθόλου ελπίδες δημοσίευσης; Η δουλειά ήταν ανέκαθεν το καταφύγιό του και ίσως η δημιουργία ενός λογοτεχνικού κόσμου – ακόμα κι αν πρόκειται για τον ζοφερό κόσμο του Τουλάγεφ – ήταν γι’ αυτόν ένα είδος άμυνας απέναντι στον κόσμο που κατέρρεε γύρω του και στη δική του επισφαλή θέση μέσα σ’ αυτόν».

Κατερίνα Σχινά

20 Ιουνίου, 2007

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 1:40 μμ

Την ερχόμενη εβδομάδα η «Βιβλιοθήκη» θα κάνει τις προτάσεις της για τα βιβλία του καλοκαιριού. Γράψτε μας τι θα προτείνατε εσείς και γιατί. Γράψτε μας τι σας άρεσε, για ποιον λόγο σας άρεσε, καθώς και τι περισσότερο ή τι λιγότερο θα θέλατε από αυτό που έχετε διαβάσει. Γράψτε μας ακόμη τι θα θέλατε να διαβάσετε. Συμπεριλάβετε, αν θέλετε, στις επιλογές σας και βιβλία που δεν ανήκουν στην εκδοτική επικαιρότητα – βιβλία που εκπροσωπούν για σας διαχρονικές αναγνώσεις.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου 

13 Ιουνίου, 2007

14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2007: 100 ΧΡΟΝΙΑ ΡΕΝΕ ΣΑΡ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 5:56 μμ

Ο Ρενέ Σαρ γεννήθηκε πριν από εκατό χρόνια, στις 14 Ιουνίου 1907. Είναι ένας ποιητής που αγαπώ, μολονότι συνεχώς μου διαφεύγει. Λίγο μεταφρασμένος στην Ελλάδα – από τον Σωτήρη Γουνελά και την Κ. Τρακάκη (Το δέντρο είναι που βλέπει, εκδ. Αρμός), από τον Σωκράτη Ζερβό (Αδέσποτο σφυρί, εκδ. Εστία), από τον Νίκο Λεβέντη, από τον Αντώνη Ζέρβα (πλάι στον Μαλλαρμέ, τον Ζακόμπ, τον Πονζ, τον Σελίν, τον Μπονφουά, εκδ. Μελάνι) από τον Γ. Θέμελη σε μια συλλογή που κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη και σήμερα είναι εκτός εμπορίου.

Ο Σαρ γράφει μια ποίηση αντισυμβατική, τόσο μορφικά όσο και ηθικά, μια ποίηση που ενθρονίζει την επιθυμία στο κέντρο της ποιητικής έμπνευσης. Αλλά ταυτόχρονα στοχάζεται και σχολιάζει, με μια μετα-ποιητική, θα την λέγαμε, διάθεση, τους εσωτερικούς νόμους τους ποιηματος, την εμπειρία της ποιητικής γραφής, τη λειτουργία του ποιητή. «Φανέρωση της ποίησης, ποίηση της ποίησης», ονόμασε το έργο του Σαρ ο Μωρίς Μπλανσό – κι ίσως αξίζει, σαν συνέχεια αυτής της πολυπλόκαμης περί ποιήσεως συζήτησης που καλά κρατεί, να παραθέσω μερικούς αφορισμούς του Σαρ για την ποίηση, όπως τους μετέφρασε στο 19ο τεύχος του περιοδικού «ΠΟΙΗΣΗ» (Άνοιξη-Καλοκαίρι 2002)  ο Χάρης Ε. Ράπτης.

  • Η ποίηση είναι απ’ όλα τα καθάρια νερά εκείνη που αργοπορεί λιγότερο στην ανταύγεια των γεφυριών της. Ποίηση, η μέλλουσα ζωή στο εσωτερικό του αναπροσδιορισμένου ανθρώπου.
  • Το ποίημα είναι ο εκπληρωμένος έρωτας της επιθυμίας που παρέμεινε επιθυμία.
  • Να είσαι ποιητής σημαίνει να ορέγεσαι μια δυσφορία που η ανάλωσή της, ανάμεσα στις δίνες της ολότητας των πραγμάτων που υπάρχουν και που προαισθάνεσαι, προκαλεί, τη στιγμή που κλείνει, την ευδαιμονία.
  • Μάγος της ανασφάλειας, ο ποιητής δεν έχει παρά θετές ικανοποιήσεις. Στάχτη πάντα ατελέσφορη.
  • Η εμπειρία που η ζωή διαψεύδει, αυτή που ο ποιητής προτιμά.
  • Ποιητές, τέκνα του κώδωνος κινδύνου.
  • Η ποίηση ζει από αέναη αϋπνία.
  • Στην ποίηση, δεν κατοικούμε παρά τον τόπο που αφήνουμε, δεν δημιουργούμε παρά το έργο απ’ το οποίο αποσπώμαστε, δεν εξασφαλίζουμε τη διάρκεια παρά καταλύοντας τον χρόνο.

Y.Γ. Σπεύδω, έστω και αργά, να αποκαταστήσω μια παράλειψη, την οποία επισήμανε πριν από μέρες φίλη, αλλά τότε άφησα ασχολίαστη. Απαριθμώντας τις λίγες μεταφράσεις ποιημάτων του Σαρ που έχουμε στη γλώσσα μας, μου διέφυγε το συλλογικό έργο «Αργά-Έργα», που γράφτηκε από κοινού από τον Μπρετόν, τον Ελυάρ και τον Σαρ και το οποίο μετέφρασε πρόσφατα ο Σωτήρης Λιόντος (εκδ. ‘Υψιλον). Ας σημειώσω ότι το βιβλίο ήταν ένα από τα τρία υποψήφια για το βραβείο μετάφρασης  του ΕΚΕΜΕΛ (από τα γαλλικά). Σε μια από τις πολλές περιηγήσεις μου στο διαδίκτυο, μάλιστα, έπεσα πάνω σε στην ιστοσελίδα της Υπερρεαλιστικής Ομάδας της Αθήνας (στην οποία δραστηριοποιείται ο Λιόντος) όπου μεταξύ άλλων διάβασα ένα παλιό (1945) αλλά καθόλου παλιωμένο κείμενο του Μπενζαμέν Περέ, μεταφρασμένο, ήδη από το 1960, από τον Μανόλη Λαμπρίδη.

Κατερίνα Σχινά

11 Ιουνίου, 2007

Η ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 12:56 μμ

Πολύ ερεθιστικά όντως όσα γράφτηκαν για τη δυναμική της αποστήθισης της ποίησης. Θέλω μόνο να υπενθυμίσω πόσο ρόλο παίζει η αποστήθιση της σύγχρονης (της νεωτερικής) ποίησης ως προς την επικοινωνία του αναγνώστη τόσο με τον ρυθμό όσο και με το βαθύτερο πνεύμα της. Και τούτο γιατί στην ποίηση του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας (στην ποίηση, με άλλα λόγια, την οποία κάπως καταχρηστικά ονομάζουμε προσωδιακή) ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα, λόγω της μνημοτεχνικής την οποία εφαρμόζει ο ποιητής, να αποστηθίσει κάποιους στίχους χωρίς να έλθει κατ’ ανάγκην σε εδραία επαφή με το νόημα και τον ρυθμό. Αντιθέτως, στον ανομοιoκατάληκτο και συχνά εκτενή (κάποτε και εσκεμμένα αφηγηματικό) στίχο, η αποστήθιση προϋποθέτει έντονη κινητοποίηση και συμμετοχή από την πλευρά του δέκτη – τουτέστιν σύμπραξη και μέθεξη. Και αυτό, βεβαίως, είναι το πιο σημαντικό. 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

7 Ιουνίου, 2007

O ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ;

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 4:53 μμ

Να, λοιπόν, που η ποίηση δεν είναι ακριβώς περιθωριοποιημένη. Αν μία και μόνο ερώτηση για τη δύναμη και τον τρόπο της λειτουργίας της ανεβάζει τόσο τον αριθμό και τη θερμοκρασία των απαντήσεων, τότε το παιχνίδι όχι μόνο δεν είναι χαμένο γι αυτήν, αλλά, ενδεχομένως, μόλις τώρα αρχίζει. Σκέφτομαι, όμως, παράλληλα, πως σε ορισμένες τουλάχιστον εκδοχές της υπεράσπισής της εξακολουθεί να μυθοποιείται και να ιεροποιείται: ένας τόπος ιερός και απαραβίαστος, στον οποίο οφείλουμε να προσερχόμαστε με δέος, ταπεινότητα και ευλάβεια. Μήπως, ωστόσο, πρέπει να δούμε την ποίηση με λιγότερο θεολογικούς όρους και να επενδύσουμε στα όντως σπουδαία αγαθά της; Μήπως η ποίηση δεν είναι ένα πεδίο για δεοντολογίες και καθηκοντολογίες, αλλά, αντιστρόφως, μια σφαίρα στην οποία μπορεί να παίξουν η απόλαυση και οι αισθήσεις, η χαρά και η διασκέδαση, ο λυγμός και το πένθος ή η περιπλάνηση και το όνειρο; Μήπως, με άλλα λόγια, η ποίηση έχει έναν εντελώς υλικό και ζωϊκό (σχεδόν σωματικό χαρακτήρα), που δεν χρειάζεται να χαραμίζεται ντυμένος στα άμφια του ιερού;  

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

31 Μαΐου, 2007

Η ποίηση στη ζωή μας

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 3:24 μμ

Τι ρόλο παίζει η ποίηση στη ζωή μας; Φέτος γιορτάζονται δύο μεγάλοι έλληνες ποιητές: ο Διονύσιος Σολωμός και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Γενεές επί γενεών φιλολόγων και κριτικών έχουν απασχοληθεί με τον Σολωμό ενώ την τελευταία δεκαετία μεγάλο κριτικό  ενδιαφέρον συγκεντρώνει και ο Εγγονόπουλος, που έγινε στην εποχή του αντικείμενο ανελέητης χλεύης. Αυτά, όμως, είναι για τη φιλολογία και την κριτική. Παίζουν, άραγε, ο Σολωμός και ο Εγγονόπουλος κάποιον ρόλο στην αναγνωστική μας καθημερινότητα; Μας λένε κάτι οι αφίσες που έχει αναρτήσει σε πολλά σημεία της πόλης το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με στίχους του Εγγονόπουλου; Κι ακόμη, μπορούμε ή δοκιμάζουμε να ακούσουμε σήμερα την εξαίσια μουσική η οποία πηγάζει από τον λυρισμό του Σολωμού ή θέλουμε να ανταποκριθούμε στο ευφρόσυνο παιχνίδι ήχων και χρωμάτων το οποίο παράγουν οι στίχοι του Εγγονόπουλου; Με άλλα λόγια, δίνει (είναι σε θέση να δώσει) κάποια χαρά και ανάταση στη ζωή μας η ποίηση;

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

30 Μαΐου, 2007

Η Κάρλα Μπρούνι και οι ποιητές της

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 2:44 μμ

Εκεί, γύρω στη δεκαετία του ’60, το ελληνικό τραγούδι βάλθηκε να ερωτοτροπεί σοβαρά με την ποίηση, και να την «κατεβάζει» (όπως θα έλεγε ο Θεοδωράκης) στον κόσμο.  Αίφνης, ο νεοέλληνας βρέθηκε να ξέρει απ’ έξω το «Αξιον Εστί» και τον «Επιτάφιο», τον Ελύτη και τον Αναγνωστάκη, ανακαλώντας τους στίχους τους όχι σαν ανάγνωσμα, αλλά σαν ακρόαμα, σαν τραγούδι. Κοντά πενήντα χρόνια αργότερα, και ενώ η τάση της μελοποίησης άκμασε, πέρασε σοβαρή κρίση, παράκμασε και τώρα, σαν να ξαναζωντανεύει δειλά στο έργο κάποιων νεώτερων, πολλή συζήτηση έγινε για τη μουσικότητα και την αυτονομία του ποιητικού λόγου, για τις απώλειες στο πεδίο της μελοποίησης (εκείνη η άνω τελεία στην «Άρνηση» του Σεφέρη – ή αν θέλετε στο «Περιγιάλι το κρυφό» του Μίκη – πόσο μελάνι δεν ξόδεψε), την συσταλτική και περιοριστική εκδοχή που επιβάλλει στον ακροατή η «μουσική ανάγνωση» ενός ποιήματος (η προσωπική ερμηνεία σαν να λέμε) από τον τραγουδοποιό. Πολλά ειπώθηκαν ακόμη και για τις αντιρρήσεις των ίδιων των ποιητών, μ’ όλο που λένε (ή μάλλον λέει ο Μίκης) ότι ο Σεφέρης, παρά τις ενστάσεις του για εκείνη τη χαμένη άνω τελεία, πολύ το είχε χαρεί το «Περιγιάλι» τότε, το μακρινό καλοκαίρι του ’62, όταν οι παραποιημένοι αλλά αναβαπτισμένοι πια μέσα σε μιαν αναντίρρητη λαϊκότητα στίχοι του ακούγονταν σχεδόν παντού. Πολλά γράφτηκαν, επίσης, με τη γνωστή «ανάδελφη» αυταρέσκειά μας, περί της μοναδικότητας (ως ιδέας και ως αποτελέσματος) της ελληνικής μελοποιητικής μανίας. Βέβαια κάθε άλλο παρά μοναδικοί υπήρξαμε – αρκεί να θυμήσουμε το εμβληματικό Les Feuilles mortes του Ζακ Πρεβέρ (που μελοποίησε ο Ζοζέφ Κοσμά και τραγούδησε ο Ύβ Μοντάν ήδη από το 1946 ανάμεσα σε εκατοντάδες παραδείγματα από το γαλλικό τραγούδι, συμπεριλαμβανόμενων και των poets-chansonniers) αλλά και τα ποιήματα του Γέητς που έχουν τραγουδήσει η Τζόνι Μίτσελ και ο Βαν Μόρισον, ή τα ποιήματα του Λόρκα και του Μπάιρον που μελοποίησε ο Λέοναρντ Κοέν. Οι συνθέτες μας βέβαια υπήρξαν καλοί και παραγωγικότατοι – μολονότι πολύ συχνά το ένα χαρακτηριστικό αναιρούσε το άλλο. Ωστόσο, ακόμη αντηχούν μέσα μου τα τραγούδια του «Μεγάλου ερωτικού», σαν ένα κορυφαίο κεφάλαιο του bildungsroman της εφηβικής μου ηλικίας.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά, διαβάζοντας μια σχετική δήλωση του Πωλ Μολντούν, του Ιρλανδού ποιητή που το 2003 πήρε το Πούλιτζερ, σε βρετανική εφημερίδα: «Ό, τι επεκτείνει την αίσθησή μας για το τι μπορεί να είναι η ποίηση, ό, τι μας βεβαιώνει ότι το ποίημα δεν είναι ένα επίφοβο αντικείμενο που πρέπει να το κρατάμε προσεκτικά μη σπάσει, ούτε κάτι τρομακτικό που το έγραψαν μερικοί κουραστικοί νεκροί, είναι θετικό», είπε όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει το τελευταίο εγχείρημα της γνωστής μας Carla Bruni. Ο λόγος, φυσικά, είναι για τον καινούργιο της δίσκο «No Promises», όπου η βραχνούτσικη, αισθησιακή, εφευρετική και ενδιαφέρουσα μουσικά πρώην top-model μελοποίησε μεταξύ άλλων, Γέητς, Ώντεν, Έμιλι Ντίκινσον και Κριστίνα Ροσέτι.

Και εδώ είναι το θέμα. Άκουσα τον δίσκο. Δεν μου άρεσε (ενώ ο προηγούμενος Quelqu’ un m’ a dit, σε δικούς της στίχους και μουσική δεν με είχε αφήσει αδιάφορη). Η μουσική π.χ. με την οποία η Κάρλα Μπρούνι έντυσε το ποίημα του Ώντεν «Lady Weeping at the Crossroads» (παραμπιπτόντως το έχει μελοποιήσει και ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν) με προκάλεσε να διακρίνω ανησυχητική φθορά, τόσο κριτηρίων, όσο και γούστου… Το ίδιο θα’ λεγα και για το υπέροχο ποίημα της Κριστίνα Ροσέτι. Kι ενώ η φωνούλα της μπορεί να είναι λιγοστή αλλά όμορφη, θυμίζοντας, καθώς έγραψαν, τη Μαριάν Φέιθφουλ στα νιάτα της, τα τραγούδια είναι λιγοστά και τίποτ’ άλλο. Μονάχα στην Ντόροθι Πάρκερ κάτι καταφέρνει… Αλλά θα επανέλθω, με περισσότερα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

23 Μαΐου, 2007

ΣΕ ΤΙ ΧΡΗΣΙΜΕΥΟΥΝ, ΤΕΛΙΚΑ, ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ;

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 10:22 μμ

      Τα βραβεία χρησιμεύουν, πρώτα απ’ όλα, στους βραβευθέντες. Όχι για να τους εγγράψουν θετικά στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού  (δύσκολα μια τέτοια τιμή, αμφισβητήσιμων κριτηρίων και εφήμερης διάρκειας, γίνεται όχημα καταξίωσης), ούτε για να τους προσπορίσουν υψηλές πωλήσεις (καμιά φορά η κορδέλα με την ένδειξη «κρατικό βραβείο» γύρω από το προς πώλησιν βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει έως και αποτρεπτικά), ούτε, ασφαλώς, για να τους εγκαταστήσουν στον λογοτεχνικό κανόνα (πόσα βραβεία και μαζί και οι κάτοχοί τους δεν τσαλαπατήθηκαν από την επιλήσμονα αφροντισιά της λογοτεχνικής ιστορίας!). Οι κατ’ έτος βραβευόμενοι έχουν ήδη κριθεί, αποτιμηθεί, αξιολογηθεί* δεν περιμένει κανείς την κρατική επίστεψη για να μετρήσει το λογοτεχνικό του ανάστημα. Ωστόσο είναι ένα κάποιο χάδι στην φλογισμένη ψυχή του δημιουργού* μια φιλική χειρονομία, που αν δεν βαραίνει από την αγάπη και τον σεβασμό που ο ίδιος θα λαχταρούσε, έχει, πάντως, τη συμβολική σημασία της. Και επιπλέον, ας μη το ξεχνάμε αυτό, το (έστω και μικρό) οικονομικό της αντίκρισμα.               Τα βραβεία χρησιμεύουν, κατά δεύτερο λόγο, στους παροικούντας την λογοτεχνική Ιερουσαλήμ. Ανοίγουν ένα ευρύ πεδίο διαφωνιών, αμφισβητήσεων, καυγάδων, που αναταράζει τα στεκάμενα νερά της πνευματικής μας ζωής και δίνει στους μετέχοντες την ψευδαίσθηση ότι κάτι, επιτέλους, συμβαίνει, κάτι, επιτέλους διακυβεύεται. Μ’ όλο που τις περισσότερες φορές δεν διακυβεύεται, δυστυχώς, τίποτα. Κρατώ την ελαφρώς κυνική, πλην απολύτως ρεαλιστική ρήση κάποιου, ως εκ της θέσεώς του, φυσικού υποψήφιου: «Τα βραβεία είναι επετηρίδα. Κάποτε έρχεται και η δική σου η σειρά. Αρκεί να έχεις την υπομονή, και να περιμένεις». Όσο για τις περιβόητες διαφωνίες, που πριν από λίγα χρόνια έφτασε να ονομαστούν «συναλλαγή», αυτές είναι, οπωσδήποτε, αναπόφευκτες. Δεν υπάρχει αδιάβλητη, αμιγώς «αντικειμενική» επιτροπή, αφού τα μέλη της είναι άνθρωποι του «σιναφιού» με τις προτιμήσεις και τις απέχθειές τους, τις προκαταλήψεις και τα πάθη τους. Πάντα θα υπάρχουν δυσαρεστημένοι, πάντοτε θα πλανάται, πάνω από την τελική ετυμηγορία, η υποψία δόλου, πιέσεων, αποκλεισμών, «μαγειρεμάτων». Κι ίσως γι’ αυτό, όταν τα ονόματα των τιμησομένων, μέσα στην οίηση της εξουσίας του εκάστοτε βραβευτή, διαρρέουν καιρό πριν από την τελική ψηφοφορία (με αποτέλεσμα από τη μια να επιτείνουν τη γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στις διαδικασίες και από την άλλη να αντιπαραθέτουν προσωπικότητες κάθε άλλο παρά ανταγωνιστικές, εξευτελίζοντάς τες ) η γεύση να είναι τόσο στυφή. Κι ασφαλώς γι’ αυτό, στις ευτυχείς στιγμές που μια βράβευση τηρεί κάποιες προϋποθέσεις ευθυκρισίας και συναντάται με τη γενική συναίνεση, το αίσθημα να είναι τόσο λυτρωτικά ανακουφιστικό.

 Τα βραβεία δεν χρησιμεύουν βέβαια, στο να δώσουν μια καθαρή, αξιολογικά έντιμη εικόνα του λογοτεχνικού μας γίγνεσθαι: οι κριτές αναγκάζονται να επιλέξουν ανάμεσα σε ό, τι «μας βρίσκεται» κάθε χρόνο, αφού αν τυχόν, εξουθενωμένοι από την πενιχρότητα της παραγωγής, συμφωνήσουν να μην απονείμουν βραβείο, είναι απολύτως βέβαιο πως κάποιοι θα τους εγκαλέσουν για επισφαλή κριτήρια, ή θα τους αποδώσουν πονηρές σκοπιμότητες. Δεν χρησιμεύουν, επίσης, για την αποκατάσταση μιας λογοτεχνικής ηθικής τάξης – αφού το διακύβευμα συχνά ακυρώνεται από την σχετικότητα των κριτηρίων. Δεν χρησιμεύουν, τέλος, στο να κάνουν τη λογοτεχνία μας καλύτερη – τα σπουδαία βιβλία  δεν γεννιούνται από τις προσδοκίες κοτίνων.

Μπορούμε, αν θέλετε, να συζητήσουμε την ισχύ αυτού του κειμένου, που είχε γραφτεί τέσσερα χρόνια πριν. Οι φίλοι που θυμούνται τις τότε κρατικές βραβεύσεις, ελπίζω να δικαιολογήσουν τον αφοριστικό τόνο, που τώρα πια, απεκδύομαι.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ 

               

16 Μαΐου, 2007

ΠΕΡΙ «ΒΡΑΧΕΙΑΣ ΛΙΣΤΑΣ», ΒΡΑΒΕΥΣΕΩΝ, ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΙΝΩΝ, 1

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 6:40 μμ

Τα πραγματικά μυθιστορήματα, έγραψε σε μια κριτική του, πριν από εβδομήντα ακριβώς χρόνια,  ο Ώντεν (θα θυμήσουμε εν καιρώ την επέτειο της γέννησής του που γιορτάζεται φέτος σε κάθε αγγλόφωνη χώρα – και θα’ πρεπε να μην την  ξεχνάμε κι εμείς, μια και ο ποιητής υπήρξε ένας από τους θερμότερους εισηγητές της καβαφικής ποίησης στον καιρό του), είναι τόσο σπάνια όσο οι πολικές αρκούδες. Είχε άδικο; Αυτό που ίσχυε το 1937 ισχύει διπλά και τριπλά σήμερα. Στην πλημμυρίδα των νέων εκδόσεων που κατακλύζουν τα βιβλιοπωλεία κάθε χρόνο, πλέουν ελάχιστα μπουκάλια με μηνύματα που αξίζει να διαβαστούν.

Μια και μιλάμε για την Αγγλία, θα ήταν ίσως χρήσιμο να δούμε τι επιβίωσε ως τις μέρες μας από εκείνο το μακρινό  1937. Θα επικαλεστώ τον Robert McCrum, προσφιλή μου κριτικό και σχολιογράφο, από τον καιρό που ξεφύλλιζα πολύ πιο τακτικά από σήμερα την Independent. Μας θυμίζει ο McCrum: «Τα χρόνια» της Γουλφ και το «Χόμπιτ» του Τόλκιεν. Μονάχα αυτά. Αλλά αν μπορούσε να ανοίξει κανείς ένα κατάλογο της εποχής, θα έπεφτε πάνω σε άγνωστα σήμερα ονόματα, διάσημα όμως και εμπορικότατα τότε. Σε ονόματα όπως Βίκτορ Σάμσον (Ποιος ήταν αυτός;) Σε τίτλους  όπως «Ζωγραφιστές πεταλούδες» ή  «Μοναχικός δρόμος». Και θα αναρωτιόταν: γιατί άραγε ο Guardian του Μάντσεστερ περιέγραφε κάποιον Τζων Γκλάιντερ ως «μαιτρ του γέλιου»;

Ο κόσμος των βιβλίων δεν καταλαβαίνει από μετριοπάθεια. Ο τρόπος του είναι η υπερβολή και το βασικό του ένστικτο η εξύμνηση. Ποιος άλλος κλάδος της σύγχρονης τέχνης δίνει κάθε χρόνο τόσα βραβεία; Θα απαριθμήσω μονάχα τα της αγγλόφωνης πεζογραφίας (Aventis, Thomas Cook, Orange, Smartie, Samuel Johnson, Trask, Whitbread, Booker, Bad Sex…) αλλά θα θυμήσω ότι κι εμείς αρχίζουμε να ανταγωνιζόμαστε επαξίως τους Βρετανούς (πλην των κρατικών, βραβεία του «Διαβάζω», του «Να ένα μήλο», των «Δεκάτων», της Εταιρείας Μεταφραστών, του ΕΚΕΜΕΛ, εσχάτως…) – η ποικιλία  και η πληθώρα των λογοτεχνικών κότινων σημαίνει πολλά, κυρίως όμως τον θρίαμβο της ελπίδας επί της εμπειρίας. «Η απόσταση ανάμεσα στις ηχηρές αξιώσεις των κύριων βραβείων και την ποιότητα του περιεχομένου τους έχει γίνει τόσο μεγάλη, ώστε είναι αδύνατον να πάρει κανείς στα σοβαρά τις λίστες των υποψήφιων για βράβευση», έγραφε πρόσφατα ο αγαπητός μου McCrum… Δεν ξέρω αν μου επιτρέπεται να συνεχίσω τις συγκρίσεις.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

14 Μαΐου, 2007

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ BLOGS ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΣ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 4:38 μμ

O αγαπητός μας Φίλιππος Φιλίππου αναρωτιέται προς τι το blog. Δεν επαρκεί, ρωτάει, ο χώρος της έντυπης «Β» για να αναπτύξουμε τις ιδέες μας, ή μήπως θέλουμε να απευθυνθούμε σε αναγνώστες που δεν διαβάζουν την εφημερίδα και απλώς σερφάρουν στο διαδίκτυο; Η Βιβλιοθήκη ίσως μας φτάνει (χωρίς όμως να μας περισσεύει), αλλά δεν μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με τους αναγνώστες μας. Τόσα χρόνια δημοσιογράφος, πάντοτε ένιωθα πως τα κείμενά μου, με τον εφήμερο χαρακτήρα τους (μικρή είναι η ζωή τους, ένα εικοσιτετράωρο το πολύ, κι αυτή είναι και η ομορφιά τους) είναι ένα μπουκάλι στο πέλαγος, ένα γράμμα με άγνωστο παραλήπτη, από τον οποίο, παρότι απεχθάνομαι τον εγγενή αυταρχισμό του δημοσιολογούντος, στερούσα τη δυνατότητα να απαντήσει (οι «επιστολές αναγνωστών» εδώ και καιρό έχουν καταντήσει φθίνον είδος, μια ενασχόληση για συνταξιούχους με άπλετο χρόνο). Όχι πια. Με το blog είναι σαν να συνομιλούμε απευθείας με φίλους που δεν φανταζόμαστε ότι έχουμε, σαν να διευρύνθηκε ξαφνικά το πεδίο της επικοινωνίας, και μεις να κατακτήσαμε μια καινούργια ελευθερία.

Εξάλλου, άλλο η κριτική στον τύπο και άλλο ο σχολιασμός στα blog. Πιο συστηματική η πρώτη, πιο ελεύθερος ο δεύτερος, όμως εξίσου χρήσιμα και σημαντικά και τα δυο. Το ένα αντανακλά πάνω στο άλλο, το ένα φωτίζει το άλλο, του προσθέτει νέες διαστάσεις και αποχρώσεις. Και προς επίρρωσιν, θα παραθέσω αποσπάσματα από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε την Κυριακή 13 Μαΐου στους Times του Λος Άντζελες, με χαρακτηριστικό τίτλο «Η μάχη των βιβλιοπαρουσιάσεων». Το τι το προκάλεσε θα φανεί στη συνέχεια. Το τι θα προκαλέσει η εδώ δημοσίευσή του, θα φανεί από τα δικά σας σχόλια.

«Όταν πρόσφατα τα μέλη του Κύκλου National Book Critics διαδήλωσαν εναντίον της εφημερίδας της Ατλάντα ‘Journal-Constitution’ διαμαρτυρόμενοι για την απόλυση του υπεύθυνου για τις σελίδες βιβλίου, ένας πόλεμος λέξεων ξέσπασε ανάμεσα στους κριτικούς βιβλίου και τους bloggers που ασχολούνταν με τη λογοτεχνία. Ο καβγάς, που εξελίχθηκε πολύ άσχημα, επεκτάθηκε σε εφημερίδες, περιοδικά και blogs και αφορούσε τις πρόσφατες περικοπές στις σελίδες του βιβλίου (σ.σ. βλ. «Βιβλιοθήκη», Σελίδες του κόσμου, 11/5/2007). Η ευθύνη αποδόθηκε, σε ένα βαθμό, στον πολλαπλασιασμό των blogs που αφορούσαν το βιβλίο.

«Αν ήσουν συγγραφέας, θα ήθελες να δεις μια κριτική για το βιβλίο σου στην Washington Post και στη New York Review of Books ή σε μια ιστοσελίδα που γράφει κάποιος με το ψευδώνυμο ‘NovelGobbler’ ή ‘Biogafriend’;» έγραψε στην Washington Post ο Michael Dirda, κριτικός βραβευμένος με Πούλιτζερ. «Τα ένθετα βιβλίων … παραμένουν ένα φόρουμ όπου οι νέοι τίτλοι λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψη ως έργα τέχνης ή επιχειρηματολογίας και όχι απλώς ως ευκαιρίες για ρηχά τσαλίμια και παραφουσκωμένες ρητορείες».

Ο φιλαναγνώστης blogger Edward Champion ανταπέδωσε τα πυρά, χλευάζοντας την ιδέα ότι μόνο οι έντυπες κριτικές έχουν βαρύτητα: «Δεν υπάρχει πρόβλημα όταν η λογοτεχνική μπλογκόσφαιρα λειτουργεί σαν την αναγνωστική λέσχη της μαμάς μας, δεν υπάρχει πρόβλημα όταν συζητάμε για συγγραφείς και βιβλία και συγκρίνουμε σημειώσεις και σκέψεις πάνω σε ό, τι μας άρεσε, αρκεί να κρατάμε τη θέση μας», έγραψε ο Τσάμπιον, που είναι συγγραφέας και υπεύθυνος του website «The return of the reluctant«. «Το καταλάβατε; Ούτε για μια στιγμή δεν θα έπρεπε να σκεφτούμε ότι εισφέρουμε κάτι περισσότερο εκτός από το να χρησιμεύουμε ως αξεσουάρ στις πραγματικές φιλολογικές συζητήσεις… Θα έπρεπε να αγοράζουμε βιβλία, αλλά ούτε να τολμήσουμε να εκφέρουμε βαθυστόχαστες απόψεις πάνω σ’ αυτά».

Οι αλληλοκατηγορίες έδωσαν και πήραν. Αλλά τώρα πια, κυρίαρχη είναι η αίσθηση ότι οι προστριβές ανάμεσα στα παλιά και στα καινούργια μέσα προβολής του βιβλίου συσκοτίζουν το γεγονός ότι το ένα συμπληρώνει το άλλο. Συχνά βιβλιοκριτικοί «τρέχουν» τα δικά τους blogs ενώ bloggers δημοσιεύουν κριτικές τους σε εφημερίδες (ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Τσάμπιον στους Los Angeles Times). H Maud Newton, που διευθύνει ένα από τα πιο έγκυρα λογοτεχνικά blogs δεν θεωρεί ότι έντυπη και ηλεκτρονική βιβλιοπαρουσίαση λειτουργούν ανταγωνιστικά. «Στ’ αλήθεια πρόκειται για πλασματικό διαχωρισμό, τονίζει και ο Mark Sarvas, διευθυντής του blog «The Elegant Variation» (σ.σ. εξαιρετικό, σας προτείνω να το επισκεφτείτε). «Υπάρχει ένα αχανές οικοσύστημα πληροφορίας με αντικείμενο τα βιβλία και κάθε έκφανσή του χρειάζεται την υποστήριξή μας».

Πράγματι, το οικοσύστημα είναι αχανές. Ειδήσεις, θέματα, κριτικές, κουτσομπολιά για το βιβλίο σε εφημερίδες, σε περιοδικά, ειδικά και μη, σε blogs, στο ραδιόφωνο (πολύ δειλά και στην τηλεόραση), στις αναγνωστικές λέσχες, στα φεστιβάλ βιβλίου, δίνουν και παίρνουν. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το φαινόμενο για την Αμερική, μια χώρα που η κουλτούρα της ευνοεί άλλες μορφές ψυχαγωγίας. Αν οι παραδοσιακές σελίδες βιβλίου των εφημερίδων συρρικνώνονται, το διαδικτυακό σύμπαν γιγαντώνεται. Αυτό καθιστά τους εκδότες των εφημερίδων πιο υπεύθυνους. Δεν τους συμφέρει η περικοπή των σελίδων για το βιβλίο* αν προσωρινά περικόπτουν, αργότερα θα αναγκαστούν να επαναφέρουν τα ένθετα στην προηγούμενη έκτασή τους, αν όχι να τα διευρύνουν περισσότερο.

Και εν τω μεταξύ, οι τόνοι ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές έχουν πέσει. Την επαύριο της διαμάχης τους, Ντίρντα και Τσάμπιον άρχισαν να επικοινωνούν, αναζητώντας ένα πεδίο συνεννόησης.

«Θεωρώ την περικοπή των σελίδων για το βιβλίο στον τύπο ατυχή, έως αξιοθρήνητη εξέλιξη», έγραψε ο Τσάμπιον σε ένα e-mail του προς τους Times. «Επίσης θεωρώ παιδαριώδη τον καβγά ανάμεσα στις δύο πλευρές. Οι φιλαναγνώστες bloggers θα έπρεπε να φροντίζουν περισσότερο τα κείμενά τους* οι εφημερίδες να επιδεικνύουν μεγαλύτερο πάθος και αυθορμητισμό. Τα καλά νέα όμως είναι ότι οι δύο πόλοι προσεγγίζονται».

«Είναι σπουδαίο οι άνθρωποι να εκφράζουν τις απόψεις τους για τα βιβλία που αγαπούν ή μισούν», έγραψε με τη σειρά του ο Ντίρντα. «Το blogging ενθαρρύνει τη ζωντανή λογοτεχνική κουλτούρα, όπως και οι λέσχες ανάγνωσης ή άλλες ομάδες συζήτησης. Όμως εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε την κριτική… Ίσως υπάρξει ένα modus vivendi που θα επιτρέψει και στα δύο είδη λογοτεχνικής συνομιλίας και γνώμης να ανθίσουν. Το ελπίζω».

Το ελπίζουμε κι εμείς, εν αναμονή των σχολίων – ή μήπως των κριτικών; – σας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

 

 

11 Μαΐου, 2007

MΕ ΓΕΙΑ ΤΟ BLOG!

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 1:08 μμ

Από το τελευταίο τεύχος της «Βιβλιοθήκης», προέρχεται η αναφορά στο ολοκαίνουργο blog μας, που μετράει με χαρά όλο και περισσότερα σχόλια, από μέρα σε μέρα. Όσοι, με την έλευση του διαδικτύου, προφήτεψαν το τέλος της ανάγνωσης, μάλλον διαψεύστηκαν. Διαβάζουμε όλο και περισσότερο και γραφουμε όλο και περισσότερο. Και, για όσους προτιμούν το από οθόνης διάβασμα, αντί άλλου χαιρετισμού, αναδημοσιεύουμε το κείμενο που φιλοξενήθηκε στη στήλη «Λόγου χάριν».

Απέκτησε, λοιπόν, το blog της και η «Βιβλιοθήκη». Ηταν μια ανάγκη που την είχαμε από καιρό αναγνωρίσει – όχι για να προστρέξουμε κι εμείς σε όσα οι καιροί επιτάσσουν, ούτε για να συμμορφωθούμε με τους συρμούς, αποδεικνύοντας την εγρήγορση και την προσαρμοστικότητά μας. Αλλά για να επικοινωνήσουμε πιο ενεργά, άμεσα και διαδραστικά με τους αναγνώστες μας· να τους ακούσουμε και να μας ακούσουν σε έναν ενδεχομένως πιο οικείο, αν όχι προσωπικό, τόνο· να τους αναδεχθούμε ως ίσους σε μια συνομιλία που δεν θα είναι πια νοητική, αλλά πραγματική, έστω και εκτυλισσόμενη στο εικονικό περιβάλλον της μπλογκόσφαιρας. (Μπλογκόσφαιρας; Τι άσχημη λέξη! Αν εισηγούμασταν κάποια καινούρια;)

Το έχω επανειλημμένως γράψει και ομολογήσει: στην αρχή, υπήρξα επιφυλακτική προς το είδος. Και, εν πολλοίς, παραμένω. Περιπλανώμενη ανά τα ιστολόγια, σκόνταψα σε πολλή θολούρα, πολύ σκοτάδι, μεγάλη οίηση, ποταμούς αμετροέπειας και παραπληροφόρησης. Συνάντησα όμως και κείμενα εξαιρετικά. Προσπερνώντας, διαγράφοντας, αφαιρώντας, δεν ήταν λίγες οι φορές που βρέθηκα στην καρδιά μιας διακεκαυμένης επικοινωνιακής ζώνης, στον πυρήνα μιας επείγουσας και γι’ αυτό πειστικής ανάγκης κριτικού σχολιασμού, όπως έγραφα πριν από λίγο καιρό. Διαπίστωσα πως το Διαδίκτυο μπορεί να δώσει νέα ζωή στη λογοτεχνία, νέα δυναμική στις ιδέες. Και κατέληξα πως το «μπλογκοπαιχνίδι» προορίζεται για μεγάλα, ώριμα, κατασταλαγμένα παιδιά. Μονάχα έτσι θα γίνει «σοβαρό», όπως στην πραγματικότητα είναι κάθε παιχνίδι. Και μονάχα έτσι θα αποβάλει όσους το «χαλάνε».

Υπάρχει, βέβαια, η γοητευτική παγίδα της ετερωνυμίας, η αυταπάτη της ελευθερίας, που λανθάνει πίσω από κάθε απόκρυψη ταυτότητας. Η ανωνυμία, όμως, δεν προστατεύει πραγματικά τους ιστολόγους· όπως και να το κάνουμε, δεν είναι λίγο το δημόσιο ξεγύμνωμα. Εκθέτοντας σε κοινή θέα (ή βορά, όπως είχε προσφυέστατα γράψει παλιότερα ο Μισέλ Φάις) σκέψεις και ανησυχίες κρίνονται και αυτοί όπως κι εμείς που υπογράφουμε τα κείμενά μας. Το «δικαίωμα στην αφάνεια» δεν είναι δικαίωμα στην ασημαντολογία, και ο μεταμφιεσμένος σχολιογράφος δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο: κινδυνεύει να λοιδορηθεί, να απομονωθεί, να αναγκαστεί να σωπάσει, αν μπαίνει σε μια συζήτηση αδιαφορώντας για τους όρους της και περιφρονώντας το πλαίσιό της. Οπως ακριβώς συμβαίνει και σε μια συζήτηση ζωντανή.

Οι λίγες μέρες ζωής που μετράει το μπλογκ της «Βιβλιοθήκης» δεν μας επιτρέπουν αποτιμήσεις. Μας δίνουν όμως μια ιδέα για το ποιοι είναι οι αναγνώστες μας, τι θέλουν από μας, πώς αντιλαμβάνονται την επικοινωνία, πώς προσλαμβάνουν τη λογοτεχνία και το παιχνίδι της γραφής. Αντιλαμβανόμαστε πόσο δίκιο είχε ο Μισέλ Φάις (και πάλι) όταν έγραφε: «Οι περισσότεροι bloggers βιώνουν την ανάγνωση σαν την κορυφαία συγγραφική πράξη, εξού και κοινοποιούν με τόσο πάθος την αναγνωστική τους απόλαυση ή δυσφορία. Ο βιβλιόφιλος του Διαδικτύου φαντασιώνεται μιαν αδιαμεσολάβητη, σχεδόν σαρκική σχέση με τα κείμενα (χωρίς να αποζητά την ανάσα του κριτικού, ενίοτε ούτε του ίδιου του συγγραφέα)· είναι ένας φετιχιστής της άυλης σελίδας». Και τους εκτιμάμε γι’ αυτή την ανιδιοτελή, καθαρή σχέση με τα κείμενα και τους συγγραφείς τους.

Περιμένουμε λοιπόν. Πολύ περισσότερα σχόλια, υποδείξεις, ενστάσεις. Απολογούμαστε για την προσώρας φτωχή μας εμφάνιση, που οφείλεται στο ότι οι περισσότεροι από μας, γραφιάδες που χρησιμοποιούν τον ηλεκτρονικό τους υπολογιστή σε μεγάλο βαθμό ως γραφομηχανή, δεν έχουν τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για να δημιουργήσουν ένα πραγματικά εντυπωσιακό, πλούσιο σε συνδέσεις και δυνατότητες blog. Υποσχόμαστε συνεχή βελτίωση (σαΐνια της τεχνολογίας, αγαπημένοι μας τεχνικοί, μη μας εγκαταλείπετε!). Και καλούμε εσάς, τους αφανείς, αλλά πανταχού παρόντες αναγνώστες μας σε μια σταθερή, ισότιμη, σύστοιχη συμμετοχή. Ετσι, με εσάς και μέσα από σας, θα καταφέρει η «Βιβλιοθήκη» να δει πιο καθαρά το πρόσωπό της.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ  ΣΧΙΝΑ

10 Μαΐου, 2007

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 2:41 μμ

ΠΕΡΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ Ή ΥΠΟ-ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Μικρή μου συμβολή στη συζήτηση περί κριτικής, ένα απόσπασμα από το σατιρικό ολοκαίνουργιο βιβλίο του Νίκου Κουνενή «υποΚριτικά κείμενα» (εκδόσεις ΚΨΜ) – όπου ο συγγραφέας παρωδεί με αμίμητο κέφι φαιδρές και παράλογες όψεις της πραγματικότητας, και όχι μόνο της καλλιτεχνικής. Κρίνοντας «εμβριθώς και με τον δέοντα προς τις περιστάσεις σκωπτικό σεβασμό» στομφώδεις και άλογες εκδοχές της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, της γλυπτικής, της δειπνοσοφίας, του τραγουδιού, του ποδοσφαίρου και της τηλεοπτικής ενημέρωσης, καταφέρνει να μας ταρακουνήσει δεόντως – και όχι μόνο από τα γέλια.

Παραθέτω λοιπόν λίγες παραγράφους από το πρώτο κείμενο του βιβλίου του, με τίτλο «Ελληνικά UFO στην προϊστορική Γη». Ο Κουνενής κρίνει ένα βιβλίο που δεν υπάρχει, αλλά αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα δεκάδων παρόμοιων, τηλεοπτικά διαφημιζόμενων και συστηματικά αγοραζόμενων. Ο νοών νοείτω. Ιδού:

Τιμολέων Ευθύβουλος: Από τον πλανήτη M.U.F.A. 236 μέχρι τον Ιερό Βράχο: Η ελληνική Οδύσσεια του διαστήματος, τόμος πρώτος, εκδόσεις Πυρίμαχος, σελ. 547

«Ο πρώτος τόμος του δωδέκατου και πλέον άρτιου μέχρι στιγμής έργου του αυτοδίδακτου ερευνητή (γεν.1959) αποδεικνύει πλέον οριστικά και με ατράνταχτα επιχειρήματα τη θέση του συγγραφέα ότι οι Έλληνες προέρχονται από το διάστημα και δη από έναν άγνωστο, μέχρι πρότινος, πλανήτη. Το όνομα του τελευταίου ο Τιμολέων Ευθύβουλος το εντόπισε σε ενεπίγραφη στήλη που ανακαλύφθηκε στα θεμέλια του ερειπίου ενός πέτρινου σπιτιού, σε χωριό της ορεινής Ηλείας. Οι «λατινικοί» χαρακτήρες και ο «αραβικός» αριθμός της στήλης δεν είναι τίποτα περισσότερο από σύμβολα περίπλοκων μυστικών κωδίκων. Τους εν λόγω κώδικες οι Έλληνες τους χρησιμοποιούσαν ήδη 3,33 εκατομμύρια χρόνια πριν από την εποχή μας, όπως απέδειξε σε προγενέστερα έργα του αυτός ο ακάματος και οξυδερκής ερευνητής. Πολύ αργότερα, δευτερεύοντες και τριτεύοντες λαοί της Γης οικειοποιήθηκαν τα προαναφερθέντα σύμβολα γραφής και αρίθμησης, εμφανίζοντάς τα σαν δικές τους επινοήσεις και αλλοιώνοντας έτσι βάναυσα, αλλά δυστυχώς αποτελεσματικά, την Παγκόσμια Ιστορία.

Σύμφωνα με τα τεκμήρια που παρατίθενται εν αφθονία, οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στον πλανήτη Γη με εννέα διαστημικά σκάφη, που έφεραν τα ονόματα των γνωστών μας Μουσών. Βάσει στοιχείων που ο Ευθύβουλος δεν έχει ακόμα δημοσιοποιήσει, οι Μούσες μνημονεύονται ήδη στα αρχεία της μακρινής μητέρας-πατρίδας, τέσσερα περίπου εκατομμύρια χρόνια πριν από την εποχή μας. Η άφιξη των διαστημικών Ελλήνων στη Γη δεν ταυτίζεται βεβαίως με αυτή τη χρονική περίοδο αλλά είναι σαφώς μεταγενέστερη: τα διαστημόπλοια τύπου «Περσέας-Ανδρομέδα ΙΙ» , που ταξίδευαν με ταχύτητα οκταπλάσια αυτής του φωτός, κατασκευάστηκαν ένα περίπου εκατομμύριο χρόνια αργότερα, ενώ το ταξίδι προς τη Γη, με τα προηγμένα μετακοσμόπλοια «Κρόνος και τέκνα ΙV» , έγινε αρκετά αργότερα, σε χρονολογία που ο ερευνητής δεν είχε ακόμα προσδιορίσει με ακρίβεια. Αυτό για το οποίο είμαστε βέβαιοι είναι ότι καθένα από τα διαστημικά οχήματα μετέφερε στον πλανήτη μας 4.180 ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, πράγμα που σημαίνει ότι ο συνολικός αριθμός των αποίκων ήταν: 9Χ4.180=31.620/ Σύμφωνα με τα στοιχεία του Τιμολέοντος Ευθυβούλου, της αποστολής ηγείτο δωδεκαμελές Ανώτατο Συμβούλιο, με επικεφαλής τον Ζώη. Και ο πλέον δύσπιστος ιστορικός δεν μπορεί να μην αντιληφθεί τη στενή σχέση του ονόματος με το «μυθικό» όνομα Ζευς«.

Για τη συνέχεια μπορείτε να ανατρέξετε στο βιβλίο. Αξίζει τον κόπο.

Κατερίνα Σχινά

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΗΜΕΡΑ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 2:23 μμ

Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Ως μυθιστοριογράφος, ο Καζαντζάκης γνώρισε τεράστια επιτυχία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ταυτοχρόνως, όμως, δέχτηκε πολύ σοβαρές επικρίσεις για το πομπώδες γλωσσικό του ύφος και για τους επικούς του χαρακτήρες, που θεωρήθηκαν μονοκόμματοι και διδακτικοί. Πώς, άραγε, διαβάζουν τον Καζαντζάκη σήμερα οι νεώτεροι, αλλά και οι παλαιότεροι και κατά πόσο πιστεύουν ότι εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή η πεζογραφία του;

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

25 Απριλίου, 2007

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 2:21 μμ

Στο επόμενο τεύχος της «Βιβλιοθήκης» το κεντρικό θέμα είναι η πρόσληψη του βιβλίου από τον Τύπο και ο ρόλος τον οποίο παίζει η κριτική της λογοτεχνίας σ’ αυτό, ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία των ειδικών ενθέτων των εφημερίδων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Αναρωτιέμαι πώς ακριβώς μπορούμε να σκεφτούμε αυτόν τον ρόλο: τι περιμένουμε από αυτόν, τι πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να κάνει και δεν το κάνει, τι επιρροή ασκεί (αν ασκεί κάποια επιρροή) στις αναγνώσεις μας και στις επιλογές μας, αλλά και πώς τον βλέπουμε μέσα στα γενικότερα συμφραζόμενα της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

7 Μαρτίου, 2007

Γιατί γράφω;

Filed under: Uncategorized — vivliothiki @ 2:25 μμ

Είναι η πιο συχνή ερώτηση προς τους συγγραφείς. Διαλέγω τις απαντήσεις του Ορχάν Παμούκ, γιατί με συγκινεί η προτελευταία. Και τις αντι-γράφω, γιατί τις συμμερίζομαι όλες:
«Γράφω γιατί νιώθω μια εσωτερική ανάγκη να γράψω. Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω μια κανονική δουλειά, όπως οι άλλοι άνθρωποι. Γράφω γιατί θέλω να διαβάζω βιβλία σαν κι αυτά που γράφω. Γράφω γιατί είμαι θυμωμένος με όλους. Γράφω γιατί μ’ αρέσει να κάθομαι σ’ ένα δωμάτιο όλη μέρα γράφοντας. Γράφω γιατί μπορώ να συμμετέχω στην πραγματική ζωή, μονάχα αλλάζοντάς την. Γράφω γιατί θέλω οι άλλοι, ολόκληρος ο κόσμος, να μάθουν τι ζωή ζήσαμε, και εξακολουθούμε να ζούμε, στην Ινσταμπούλ, στην Τουρκία. Γράφω γιατί αγαπώ τη μυρωδιά του χαρτιού, της μελάνης. Γράφω γιατί πιστεύω στη λογοτεχνία, στην τέχνη του μυθιστορήματος, περισσότερο απ’ ότι πιστεύω σε οτιδήποτε άλλο. Γράφω γιατί μου έγινε συνήθεια, πάθος. Γράφω γιατί φοβάμαι μήπως ξεχαστώ. Γράφω γιατί μου αρέσει η φήμη και το ενδιαφέρον που φέρνει το γράψιμο. Γράφω για να είμαι μόνος. Ίσως γράφω επειδή ελπίζω να καταλάβω γιατί είμαι τόσο πολύ, πολύ θυμωμένος με όλους. Γράφω γιατί μου αρέσει να με διαβάζουν. Γράφω γιατί άπαξ και ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα, ένα δοκίμιο, μια παράγραφο, θέλω να την τελειώσω. Γράφω γιατί όλοι περιμένουν από μένα να γράφω. Γράφω γιατί έχω μια παιδιάστικη πίστη στην αθανασία των βιβλιοθηκών και κατά προέκταση των βιβλίων μου στο ράφι. Γράφω γιατί με ενθουσιάζει να μεταμορφώνω όλη την ομορφιά και τον πλούτο του κόσμου σε λέξεις. Γράφω, όχι για να πω μια ιστορία αλλά για να συνθέσω μια ιστορία. Γράφω γιατί θέλω να δραπετεύσω από το αίσθημα ότι υπάρχει ένας τόπος όπου πρέπει να πάω, αλλά – όπως σε όνειρο – δεν τα καταφέρνω. Γράφω γιατί ποτέ δεν κατάφερα να είμαι ευτυχισμένος. Γράφω για να είμαι ευτυχισμένος».

Αναρωτιέμαι γιατί γράφει κανείς σε ένα blog.

Κατερίνα Σχινά

Blog στο WordPress.com.